μετάχρονος

μετάχρονος
μετάχρονος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται καθυστερημένα, αναχρονιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + χρόνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μετάχρονον — μετάχρονος out of date masc/fem acc sg μετάχρονος out of date neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετάχρονα — μετάχρονος out of date neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταχρονώ — μεταχρονῶ, έω (Α) [μετάχρονος] 1. πετυχαίνω κάτι μετά από ορισμένο χρόνο, καθυστερημένα 2. διαδέχομαι χρονικώς …   Dictionary of Greek

  • μεταχρόνιος — ον, θηλ. και ία (Α) [μετάχρονος] 1. αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κατόπιν 2. αυτός που βρίσκεται στον αέρα, πάνω από τη γη, ο μετέωρος («μεταχρόνιαι γὰρ [αἱ Ἅρπυιαι»]), Ησίοδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”